- θεοσεχθρια
- θεοσεχθρίαθεοσ-εχθρίαἥ ненависть к богам, безбожие Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεοσεχθρία — θεοσεχθρίᾱ , θεοσεχθρία fem nom/voc/acc dual θεοσεχθρίᾱ , θεοσεχθρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσεχθρίᾳ — θεοσεχθρίαι , θεοσεχθρία fem nom/voc pl θεοσεχθρίᾱͅ , θεοσεχθρία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)